- πρωταγριον
- πρωτάγριονπρωτ-άγριοντό тж. pl. первая охотничья добыча, первый улов Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρωτάγριον — first fruits of the chase neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάγριον — τὸ, ΜΑ συν. στον πληθ. τὰ πρωτάγρια μτφ. 1. οι πρώτοι καρποί («βασιλῆϊ φέρων πρωτάγρια μόχθων», Ανθ. Παλ.) 2. τα πρώτα βραβεία («τερπομένῃ παλάμῃ πρωτάγρια κούφισε νίκης», Noνν.) αρχ. η πρώτη άγρα, το πρώτο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * +… … Dictionary of Greek
πρωτάγρια — πρωτάγριον first fruits of the chase neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)